Φοινικοειδής

Φοινικοειδής
ης, ες финиковый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Φοινικοειδής" в других словарях:

  • φοινικοειδής — (I) ές, Μ ερυθρωπός, κοκκινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ειδής*]. (II) ές, Ν 1. αυτός που μοιάζει με το δένδρο φοίνικας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φοινικοειδή (βοτ.) άλλη ονομασία τής οικογένειας φοίνικίδες που… …   Dictionary of Greek

  • φοινικοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με φοίνικα, φοινικόμορφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»